- Ελλάδα - Γλώσσα
- ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η χεττιτική, η ετρουσκική, η χοχαρική και άλλες, η ελληνική παρουσιάζει μια αδιάλειπτη συνέχεια, αφού δεν έπαψε να μιλιέται στον ελλαδικό χώρο τουλάχιστον από το 15ο αιώνα προ Χριστού. Στον αιώνα αυτό ανάγονται οι πινακίδες της Κνωσού που είναι γραμμένες στη γραμμική γραφή Β΄, ελληνική γραφή που χρησιμοποιούσαν στην Ελλάδα πριν από το φοινικικό αλφάβητο, και η οποία αποκρυπτογραφήθηκε από τους Βρετανούς M. Ventris και J. Chadwick το 1952. Στο 15ο αιώνα τοποθετούνται, λοιπόν, οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες για τη γλώσσα, οι ελληνόφωνοι όμως πληθυσμοί υπολογίζεται ότι έφτασαν στον ελλαδικό χώρο πολύ νωρίτερα, περίπου το 2000 π.Χ., φέρνοντας μαζί τους μια πρώτη ενιαία μορφή της ελληνικής γλώσσας που ονομάζεται πρωτοελληνική και η οποία εκτόπισε τη γλώσσα ή τις γλώσσες που υπήρχαν πριν από την έλευση των Ελλήνων.
Από πλευράς τυπολογίας, η ελληνική ανήκει στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια μαζί με τη λατινική, τη σανσκριτική (αρχαία ινδική), την ιρανική, την αρμενική, τις κελτικές και άλλες, λιγότερο γνωστές γλώσσες. Η μακραίωνη ιστορία της ελληνικής χωρίζεται στις εξής περιόδους:
Πρωτοελληνική, 2000-1400 π.Χ.
Αρχαία, 1400-300 π.Χ.
Αλεξανδρινή Κοινή, 300 π.Χ. -6ος αι. μ.Χ.
Μεσαιωνική, 6ος –18ος αι. μ.Χ.
Νεοελληνική 18ος-20ός αι. μ.Χ.
Αρχαία ελληνική
Οι γνώσεις μας για την αρχαία ελληνική προέρχονται από επιγραφές και από τα σωζόμενα κείμενα της αρχαιοελληνικής γραμματείας. Πρόκειται, επομένως, για πληροφορίες που αφορούν το γραπτό λόγο, ενώ γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα για τον προφορικό λόγο της εποχής, κι αυτά κυρίως μέσα από τις κωμωδίες του Αριστοφάνη.
Οι δύο παλαιότερες επιγραφές, γραμμένες με το αλφαβητικό σύστημα, τοποθετούνται χρονικά στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα και είναι έμμετρες. Η πρώτη, γνωστή ως επιγραφή του Διπύλου, είναι χαραγμένη σε οινοχόη που βρέθηκε στον Κεραμικό και αναφέρει ότι το συγκεκριμένο αγγείο δόθηκε ως έπαθλο σε διαγωνισμό χορού. Η δεύτερη βρέθηκε σε νεκροταφείο των Πιθηκουσών, που ήταν ευβοϊκή αποικία στην Ιταλία, και αναφέρεται σε ένα μυθικό αντικείμενο, γνωστό από την Ιλιάδα, το ποτήρι του Νέστορα.
Η αρχαία ελληνική δεν ήταν μια ενιαία γλώσσα, αλλά ένα σύνολο διαλέκτων (ιωνική-αττική, αχαϊκή, δωρική, αρκαδοκυπριακή) που ομιλούνταν σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές του ελλαδικού χώρου και οι οποίες παρουσίαζαν ομοιότητες, αλλά και διαφορές μεταξύ τους. Για παράδειγμα, η ονομαστική πληθυντικού του α΄ προσώπου της προσωπικής αντωνυμίας παρουσίαζε στις τρεις διαλέκτους τις εξής μορφές:
Ιωνική-Αττική Δωρική Αχαϊκή
Ημείς αμές άμμες
Το πέντε στην αχαϊκή ήταν πέμπε, ενώ το μήτηρ στη δωρική ήταν μάτηρ. Ωστόσο οι διαφορές δεν ήταν τέτοιες, που να εμποδίζουν την κατανόηση και την επικοινωνία των ομιλητών από διαφορετικές διαλέκτους.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι κάθε διάλεκτος συνδέεται με συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος, πράγμα που σημαίνει ότι οι ποιητές δεν έγραφαν στην τοπική τους διάλεκτο, αλλά στη διάλεκτο στην οποία γραφόταν το συγκεκριμένο είδος ποίησης. Η επική και διάφορα είδη λυρικής ποίησης γράφονταν στην ιωνική, η χορική ποίηση στη δωρική, η μελική ποίηση στην αχαϊκή. Ξεχωριστή κατηγορία αποτελεί η γλώσσα των ομηρικών επών, μια τεχνητή γλώσσα η οποία δεν μιλήθηκε ποτέ και περιέχει στοιχεία τόσο της αιολικής όσο και της ιωνικής διαλέκτου. Η πεζογραφία, που αναπτύχθηκε μετά τον ποιητικό λόγο, γραφόταν σε διάφορες διαλέκτους, αλλά τελικά επικράτησε η αττική ως η κατεξοχήν διάλεκτος του είδους. Άλλωστε, η αττική διάλεκτος άρχισε να εξελίσσεται ήδη από τον 5ο αιώνα όχι μόνο σε γλώσσα αυξημένου πνευματικού γοήτρου, αλλά και σε γλώσσα του εμπορίου, με αποτέλεσμα να γίνει το κοινό όργανο επικοινωνίας των Ελλήνων, ανεξάρτητα από την τοπική τους διάλεκτο (lingua franca).
Τα αίτια της διάδοσης και επικράτησης της αττικής διαλέκτου είναι τόσο πολιτισμικά όσο και οικονομικοπολιτικά. Την αναγωγή της σε μέσο έκφρασης της διανόησης και σε φιλολογική γλώσσα την οφείλει στο γεγονός ότι τα έργα των μεγάλων φιλοσόφων αλλά και των μεγάλων τραγικών ποιητών γράφτηκαν στη διάλεκτο αυτή. Στην οικονομική και πολιτική ισχύ της Αθήνας οφείλει τη διάδοσή της εκτός των ορίων της Αττικής, τόσο στις πόλεις της Αθηναϊκής Συμμαχίας όσο και στις άλλες ελληνικές πόλεις, κάτοικοι των οποίων συνέρεαν στον Πειραιά, που αποτελούσε το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της ανατολικής Μεσογείου. Για τους λόγους αυτούς στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. ο Φίλιππος της Μακεδονίας υιοθετεί την αττική διάλεκτο ως επίσημη γλώσσα της Μακεδονίας και του στρατού της. Η απόφαση αυτή του Φιλίππου συνέβαλε στην ακόμα μεγαλύτερη εξάπλωση της αττικής σε όλες τις περιοχές που κατέκτησε ο γιος του Αλέξανδρος, από την Αίγυπτο μέχρι την Ινδία. Βέβαια, η χρήση της αττικής σε τόσο μεγάλη γεωγραφική έκταση και από λαούς με διαφορετικές μητρικές γλώσσες είχε ως αποτέλεσμα να αλλοιωθεί η φυσιογνωμία της και να εμπλουτιστεί με στοιχεία και από άλλες διαλέκτους, κυρίως την ιωνική. Έτσι, δημιουργήθηκε η αλεξανδρινή κοινή, εξέλιξη της οποίας αποτελεί η σημερινή μορφή της γλώσσας μας.
Αλεξανδρινή κοινή
Η διαμόρφωση της αλεξανδρινής κοινής αποτελεί σημαντικό σταθμό στην πορεία της ελληνικής γλώσσας, όχι μόνο γιατί είναι η βάση της νεοελληνικής κοινής, όπως αναφέρθηκε ήδη, αλλά και γιατί ουσιαστικά αποτελεί την πρώτη κοινή γλώσσα των Ελλήνων. Η διαλεκτική διάσπαση και διαφοροποίηση που χαρακτήριζε την αρχαία ελληνική υποχωρεί και οι Έλληνες αποκτούν ένα ενιαίο υπερδιαλεκτικό όργανο επικοινωνίας.
Οι κυριότερες πηγές από τις οποίες αντλούμε πληροφορίες γι’ αυτή τη γλωσσική περίοδο είναι η Καινή Διαθήκη, η μετάφραση στα ελληνικά της Παλαιάς Διαθήκης, που είναι γνωστή ως μετάφραση των εβδομήκοντα, ιδιωτικές επιστολές και έγγραφα γραμμένα σε παπύρους. Η γλώσσα των κειμένων αυτών αποτυπώνει σε μεγάλο βαθμό τον προφορικό λόγο της εποχής. Παράλληλα, όμως, δημιουργήθηκαν και γραμματειακά κείμενα, όπως οι Ιστορίες του Πολύβιου και του Διόδωρου του Σικελιώτη, που είναι γραμμένες σε μια πιο τυποποιημένη γλωσσική μορφή που συνηθιζόταν από τους λόγιους.
Κατά την αλεξανδρινή περίοδο παρατηρούνται σταδιακές μεταβολές σε όλα τα γλωσσικά επίπεδα, οι οποίες απομακρύνουν τη γλώσσα από την αττική του 5ου αιώνα και προαναγγέλλουν τις εξελίξεις εκείνες που οδηγούν την ελληνική στη σημερινή της μορφή. Οι κυριότερες από τις μεταβολές αυτές είναι οι εξής:
1. Κατάργηση της προσωδίας. Η αρχαία ελληνική είχε μουσικό τόνο, καθώς επίσης βραχέα και μακρά φωνήεντα που διέφεραν ως προς τη χρονική διάρκεια της εκφοράς τους. Το όμικρον [ο] ήταν ένα [ο] βραχύ, του οποίου η διάρκεια ήταν μικρότερη από εκείνη του ωμέγα [ω]. Το έψιλον [ε] επίσης ήταν ένας βραχύς, σύντομος φθόγγος [ε], σε αντίθεση προς το ήτα [η], που προφερόταν ως ένα μακρό, δηλαδή παρατεταμένο [ε]. Η αντίθεση μεταξύ βραχέων και μακρών φθόγγων που καθόριζε το ρυθμό των λέξεων και το μέτρο στη στιχουργική παύει να υφίσταται κατά την αλεξανδρινή περίοδο και όλα τα φωνήεντα γίνονται ισόχρονα όπως είναι στα νέα ελληνικά. Επειδή ακριβώς δεν υπήρχε πλέον προσωδία, οι Αλεξανδρινοί γραμματικοί αρχίζουν να σημειώνουν στις λέξεις τόνους και πνεύματα (που δεν υπήρχαν στα αρχαιοελληνικά κείμενα) για να αποδώσουν την προσωδία της αρχαίας.
2. Μονοφθογγισμός των διφθόγγων. Μεταβάλλεται σταδιακά η προφορά των διφθόγγων (=δύο φθόγγοι που προφέρονται σε ένα χρόνο) αι, οι, ει, υι, ου και τελικά καταλήγουν να προφέρονται ως ένας φθόγγος (αι=e), (ει, οι, υι=ι), (ου=u), που στη γραφή μόνο δηλώνεται με δύο γράμματα (δίψηφα φωνήεντα).
3. Περιφράσεις στο ρηματικό σύστημα. Οι μονολεκτικοί τύποι του παρακείμενου, του υπερσυντέλικου και του μέλλοντα αρχίζουν να αντικαθίστανται από περιφραστικούς. Έτσι, αντί του πεποίηκα χρησιμοποιούνται περιφράσεις όπως ειμί πεποιηκώς/ποιήσας και έχω πεποιημένον. Αντί του μέλλοντα, ειδικότερα, χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων η περίφραση θέλω απαρέμφατο αορίστου και μερικούς αιώνες αργότερα στη μεσαιωνική περίοδο το θέλω/θέλει ίνα+υποτακτική, από το οποίο προέρχεται το νεοελληνικό θα. Με περιφραστικό τρόπο, με υποχρεωτική δηλαδή την παρουσία του ίνα, δηλώνεται και η υποτακτική έγκλιση, ενώ η ευκτική καταργείται τελείως ως ξεχωριστή έγκλιση και δηλώνεται μόνο περιφραστικά, όπως και στα νέα ελληνικά.
4. Μεταβολές στο σύστημα του ονόματος. Μια από τις σημαντικότερες αλλαγές που συντελούνται την περίοδο αυτή είναι η υποχώρηση της τρίτης κλίσης. Τα ουσιαστικά της τρίτης κλίσης, από τα οποία τα περισσότερα ήταν ανώμαλα, είτε απλοποιούνται μορφολογικά είτε αντικαθίστανται από άλλα. Περίπτωση απλοποίησης έχουμε σε λέξεις όπως το ους, του ωτός που γίνεται ωτίον, ο παις, του παιδός>παιδίον>παιδί, η μήτηρ, της μητρός, την μητέρα>η μητέρα. Από τις λέξεις που αντικαταθίστανται, ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση της λέξης ύδωρ, που αντικαθίσταται από τη λέξη νηρόν, απ’ όπου το νεοελληνικό νερό. Στην αντικατάσταση οδήγησε η συχνή χρήση της έκφρασης νεαρόν ύδωρ (φρέσκο, δροσερό νερό), από την οποία έπαψε να λέγεται το ύδωρ, ενώ η σημασία του πέρασε στη λέξη νεαρόν>νηρόν>νερό. Ανάλογο φαινόμενο παρατηρείται και στην αντικατάσταση της λέξης άρτος (β΄ κλίση) από το ψωμί. Από τη συχνή έκφραση ψωμός άρτου (κομμάτι, μπουκιά ψωμί) η σημασία της λέξης άρτος πέρασε στη λέξη ψωμός, απ’ όπου το υποκοριστικό ψωμίον και στη συνέχεια το ψωμί. Άλλα τριτόκλιτα που αντικαταστάθηκαν από συνώνυμα είναι η ναυς, που αντικαταστάθηκε από το πλοίον, ο οις από τη λέξη πρόβατον, ο υς από το χοίρος. Την ίδια εποχή παύει να χρησιμοποιείται ο δυϊκός αριθμός των ονομάτων που υπήρχε στα αρχαία και στη θέση του χρησιμοποιείται ο πληθυντικός, ενώ παράλληλα υποχωρεί η δοτική πτώση των ονομάτων, η οποία αντικαθίσταται σε πολλές χρήσεις της από τη γενική ή από εμπρόθετους προσδιορισμούς.
5. Εμπλουτισμός του λεξιλογίου. Η περίοδος της κοινής σφραγίστηκε μεταξύ άλλων και από τον εμπλουτισμό του λεξιλογίου, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο δανεισμό λέξεων κυρίως από τα λατινικά. Η ρωμαϊκή κυριαρχία στις περιοχές που ομιλείται η ελληνική γλώσσα έχει ως συνέπεια την επαφή των δύο γλωσσών και την υιοθέτηση από την ελληνική (τόσο κατά την αλεξανδρινή όσο και κατά τη μεσαιωνική περίοδο) πλήθους λατινικών λέξεων, που αναφέρονται όχι μόνο στη διοίκηση (μάγιστρος, πραίτωρ) και στη στρατιωτική ορολογία (βίγλα, κάστρο, άρματα, φουσάτο, βούκινο, καβαλάρης, φλάμπουρο, σαΐτα) αλλά και σε τομείς της καθημερινής ζωής. Έτσι, το hospitium (= ξενώνας), προσαρμοσμένο στα ελληνικά, γίνεται οσπίτιον, ενώ η λέξη porta γίνεται πόρτα και χρησιμοποιείται στην αρχή παράλληλα με το αρχαιοελληνικό θύρα. Το ίδιο συμβαίνει και με τις λέξεις κάμαρα, κάγκελο, μάστορας, σούβλα, κουκούλα, μανίκι, μαντίλι, πουκάμισο, τα ονόματα των μηνών (Ιανουάριος από το θεό Ιανό, Φεβρουάριος, Μάρτιος κ.λπ.), τα επίθετα άσπρος και μαύρος και πλήθος άλλων λέξεων του καθημερινού νεοελληνικού λεξιλογίου. Εκτός από λέξεις η ελληνική δανείζεται και πλήθος καταλήξεων (-άτος, -άριος, -ινός, -σιμος και άλλες), οι οποίες στη συνέχεια συνδέονται με ελληνικά θέματα και δίνουν πλήθος νέων λέξεων.
Η διάδοση του χριστιανισμού και η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης έχουν ως συνέπεια τόσο την εμφάνιση λέξεων από την εβραϊκή και την αραμαϊκή γλώσσα (Πάσχα, αμήν, σεραφείμ, χερουβείμ, Γολγοθάς, Σάββατο, Μαρία, αρραβών, Μιχάλης κ.ά.) όσο και την αλλαγή σημασίας πολλών ελληνικών λέξεων, η χρήση των οποίων περιορίστηκε για τη δήλωση θρησκευτικών εννοιών. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της λέξης άρτος, της οποίας, όπως είδαμε, η αρχική σημασία μετατοπίστηκε στο ψωμός, ενώ η ίδια η λέξη άρτος σημαίνει πια το πρόσφορο για την εκκλησία. Αλλά και η λέξη εκκλησία σήμαινε αρχικά συνάθροιση (πρβλ. εκκλησία του δήμου) και όχι ναός όπως σημαίνει πλέον, ο άγγελος σήμαινε στα αρχαία ελληνικά αγγελιοφόρος και από την επίδραση του χριστιανισμού περιορίστηκε η σημασία στις ουράνιες δυνάμεις, τους αγγελιοφόρους του Θεού.
Οι μεταβολές που εμφανίζονται σταδιακά στη γλώσσα και η απομάκρυνσή της από την αττική του 5ου αιώνα δημιουργούν κατά τα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ. ένα κύμα αντίδρασης προς την κοινή από ορισμένους λόγιους της εποχής. Διαπνεόμενοι από την αντίληψη ότι κάθε μεταβολή στη γλώσσα είναι δείγμα παρακμής και αποτέλεσμα ξεπεσμού, εκχυδαϊσμού και άγνοιας, αποστρέφονται τη ζωντανή γλώσσα και επιδιώκουν την επιστροφή στη γλώσσα των κλασικών συγγραφέων. Τους δύο επόμενους αιώνες το κίνημα αυτό, γνωστό ως αττικισμός, εξαπλώνεται πολύ και αρχίζουν να γράφονται έργα ρυθμιστικού χαρακτήρα που διδάσκουν ποιες λέξεις της κοινής πρέπει να αποφεύγονται, ενώ προβάλλονταν νεκροί και απαρχαιωμένοι τύποι στη θέση των ζωντανών. Ο αττικισμός υπήρξε η απαρχή της διγλωσσίας, που ταλάνισε επί αιώνες τους Έλληνες.
Μεσαιωνική
Η μεσαιωνική είναι μια γλωσσικά ανομοιογενής περίοδος που καλύπτει ένα χρονικό διάστημα δώδεκα αιώνων. Αυτό που χαρακτηρίζει τη γλώσσα σε όλη αυτή την μακρά περίοδο που ονομάζουμε μεσαιωνική είναι η διάσπασή της, ο διχασμός ανάμεσα στην προφορική μορφή, που διαμορφώθηκε κατά την ελληνιστική περίοδο και συνεχίζει να εξελίσσεται ραγδαία, και στη γραπτή αττικίζουσα μορφή, που σηματοδοτεί μια γενικότερη αρχαϊστική τάση των Βυζαντινών συγγραφέων. Οι περισσότεροι από του λόγιους της εποχής εκείνης (Προκόπιος, Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, πατριάρχης Φώτιος, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης) είναι θερμοί οπαδοί του αττικισμού, αλλά η γλώσσα στην οποία γράφουν δεν είναι αμιγώς αττική. Παρεισφρέουν τόσο τύποι από άλλες διαλέκτους όσο και τύποι της Κοινής, ενώ δεν λείπουν και τα λάθη.
Λόγω της μεγάλης χρονικής της διάρκειας και με κριτήριο τα δεσπόζοντα χαρακτηριστικά, η περίοδος αυτή διακρίνεται σε τρεις υποπεριόδους: α) πρώιμη βυζαντινή (6ος-11ος αι.), β) όψιμη βυζαντινή (12ος-15ος αι.), γ) μεταβυζαντινή 16ος-18ος αι.).
Ελάχιστα στοιχεία υπάρχουν για τον προφορικό λόγο της πρώιμης βυζαντινής περιόδου, τα οποία προέρχονται κυρίως από σκωπτικά στιχάκια με τα οποία ο λαός χαιρετούσε τον αυτοκράτορα στον Ιππόδρομο, καθώς επίσης από βίους αγίων και άλλα θρησκευτικά κείμενα. Πρέπει να φτάσουμε στο 12ο αιώνα για να κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα λογοτεχνικά έργα, γραμμένα στο ζωντανό προφορικό λόγο. Πρόκειται για τα ποιήματα του Θεοδώρου Προδρόμου, γνωστά ως πτωχοπροδρομικά, και αργότερα τα ιπποτικά μυθιστορήματα, το Χρονικόν του Μορέως και άλλα. Οι λόγιοι, όμως, εξακολουθούν να αδιαφορούν για το δημώδη λόγο, που χαρακτηρίζεται «χυδαία και κοινή γλώσσα», και όσα έργα γράφονται σχετικά με τη γραμματική, όπως ο Περί γραμματικής διάλογος του Μάξιμου Πλανούδη, αναφέρονται στα αρχαία ελληνικά.
Ενδιαφέρον για την ομιλούμενη γλώσσα αρχίζει να εμφανίζεται το 16ο αιώνα, οπότε ο Νικόλαος Σοφιανός γράφει την πρώτη γραμματική της ομιλούμενης ελληνικής. Το εγχείρημά του αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο μιας προσπάθειας πνευματικής αφύπνισης των Ελλήνων, που θεωρείται προϋπόθεση για την εθνική αφύπνιση.
Οι κυριότερες μεταβολές που συντελούνται στη γλώσσα κατά τη μεσαιωνική περίοδο είναι:
1. Συγκοπές φωνηέντων. Το αρχικό άτονο φωνήεν πολλών λέξεων σιγάται, όπως επίσης και το ο της υποκοριστικής κατάληξης -ιον και έτσι σχηματίζονται οι τύποι που υπάρχουν στη νέα ελληνική, π.χ. οψάριον>ψάρι, οσπίτιον>σπίτι, υψηλός>ψηλός, ουδέν>δεν, υγεία>γεια, ευρίσκω>βρίσκω κ.λπ.
2. Σίγηση του τελικού ν τόσο στην αιτιατική των ονομάτων (την νίκην>τη νίκη) όσο και των ρημάτων (λύομεν>λύομε).
3. Απλοποίηση της κλίσης των ονομάτων. Μια σειρά από μεταβολές και απλουστεύσεις του ονοματικού συστήματος του δίνουν τη σημερινή του μορφή. Έτσι, ο πληθυντικός των πρωτόκλιτων εξομοιώνεται με αυτόν των τριτόκλιτων (οι ταμίαι>οι ταμίες, αι νίκαι>οι νίκες), ενώ ο ενικός των τριτόκλιτων εξομοιώνεται με αυτόν των πρωτόκλιτων (ο χειμών>ο χειμώνας κατά το ταμίας, η ελπίς>η ελπίδα κατά το μούσα).
4. Δημιουργία του μορίου θα. Παράλληλα με το θέλω + απαρέμφατο εμφανίζεται για πρώτη φορά στον Ερωτόκριτο (17ος αι.) το μόριο θα (θέλω ίνα>θελ’ να>θε’ να>θανά>θα) με υποτακτική, για τη δήλωση του μέλλοντα.
5. Λεξιλόγιο. Κατά τη μεσαιωνική περίοδο, η ελληνική συνεχίζει να δανείζεται λέξεις από τη λατινική. Ταυτόχρονα, όμως, εισάγονται λέξεις από τη βενετσιάνικη διάλεκτο (κατσαρόλα<cazzerola), καθώς και από διάφορες βαλκανικές γλώσσες (ρούχο, κοτέτσι, τσέλιγκας κ.λπ.), ενώ κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας η ελληνική δέχεται πλήθος τουρκικών λέξεων. Θα σταθούμε λίγο περισσότερο στα δάνεια από την τουρκική γλώσσα, γιατί, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αυτά είχε κυρίως ως στόχο το κίνημα του καθαρισμού.
Η επαφή μεταξύ των δύο γλωσσών ήταν αναπόφευκτη λόγω της οθωμανικής κυριαρχίας στον ελλαδικό και ευρύτερο βαλκανικό χώρο και είχε ως αποτέλεσμα την εισαγωγή στο ελληνικό λεξιλόγιο πλήθος λέξεων που αναφέρονται σε τομείς της καθημερινής κυρίως ζωής. Τα λεξιλογικά πεδία που δέχτηκαν μεγαλύτερη εισροή τουρκικών λέξεων ήταν αυτά της διατροφής: μπριάμ, ιμάμ, ντολμάς, χαλβάς, τζατζίκι, πιλάφι κ.λπ., των οικιακών χώρων και σκευών: τζάκι, κονάκι, μπαξές, οντάς, σοφάς, μπρίκι, τέντζερης, καζάνι, κεσές, κιούπι κ.λπ, του ιματισμού: γιλέκο, πασούμι, παπούτσι, τσέπη, αλλά εισήχθησαν και πλήθος άλλες λέξεις της καθημερινής ζωής που χρησιμοποιούνται ακόμη: σοκάκι, χαρτζιλίκι, κέφι, κεσάτι, ζεϊμπέκικο, μουσαφίρης, ντενεκές, δάνεια από την τουρκική.
Πολλές από τις τούρκικες λέξεις αντικαταστάθηκαν ή έγινε απόπειρα να αντικατασταθούν από νεόπλαστες ελληνικές ή από αρχαίες που επανέφεραν σε χρήση οι λόγιοι του 19ου αιώνα, οι οποίοι επιχείρησαν να «καθαρίσουν» τη γλώσσα από τα ξένα στοιχεία. Έτσι δημιουργήθηκαν –αλλά δεν επικράτησαν– λέξεις όπως ο υαλοπίνακας για να αντικαταστήσει την τούρκικη λέξη τζάμι, λευκοσίδηρος αντί για ντενεκές. Την ίδια τύχη είχε και η λέξη τερεβινθέλαιο, που δημιουργήθηκε για να αντικατασταθεί το νέφτι, ενώ, αντίθετα, η νεόπλαστη λέξη περίπτερο κατάφερε να αντικαταστήσει το κιόσκι.
Νέα ελληνική
Στα τέλη του 18ου αιώνα επιχειρείται από λόγιους του έθνους η απόπειρα αφύπνισης της εθνικής συνείδησης που θα οδηγούσε στην αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Σύμφυτη με την έννοια του έθνους θεωρείται και η έννοια της εθνικής γλώσσας, που πιστεύεται ότι θα γίνει το όχημα της πνευματικής αναγέννησης των Ελλήνων και το γλωσσικό όργανο του νέου κράτους που θα προκύψει μετά την απελευθέρωση. Οι λόγιοι της εποχής υιοθετούν διαφορετική στάση στο θέμα της γλώσσας, και έτσι ανακύπτει το λεγόμενο «γλωσσικό ζήτημα», που ταλαιπώρησε τη γλώσσα και τους ομιλητές της επί δύο αιώνες και έληξε το 1976 με την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους. Στη ρίζα του γλωσσικού ζητήματος βρίσκεται η διαμάχη μεταξύ τριών ομάδων λογίων.
Σε μια πρώτη ομάδα ανήκουν οι λόγιοι εκείνοι (Ε. Βούλγαρης, Ν. Δούκας, Κ. Οικονόμου κ.ά.) που θεωρούσαν την ομιλούμενη γλώσσα της εποχής τους ως μια κατώτερη και εκχυδαϊσμένη μορφή γλώσσας που έπρεπε να σβήσει και να αντικατασταθεί από τα αρχαία ελληνικά. Η αναβίωση της αρχαίας αποτελούσε το μέλημα και το στόχο τους, ενώ ταυτόχρονα ασκούσαν έντονη κριτική στους υποστηρικτές της προφορικής γλώσσας, που αποτελούσαν τη δεύτερη ομάδα. Ανάμεσα στους δεύτερους ξεχωρίζουν ο Ι. Μοισιόδαξ, ο Δ. Καταρτζής, ο Δ. Φιλιππίδης και ο Γ. Κωνσταντάς. Οι λόγιοι αυτοί πίστευαν ότι η λαϊκή δημοτική γλώσσα, αν κωδικοποιηθεί με τη δημιουργία γραμματικής περιγραφής της και καλλιεργηθεί, μπορεί να αποτελέσει τη νέα εθνική γλώσσα, όπως είχε γίνει και με τις εθνικές γλώσσες της δυτικής Ευρώπης, που είχαν βασιστεί στην καλλιεργημένη από τη λογοτεχνία προφορική μορφή. Μια τρίτη ομάδα είχε ως εμπνευστή και αρχηγό τον Αδαμάντιο Κοραή, ο οποίος υποστήριζε ότι βάση για την εθνική γλώσσα μπορούσε να αποτελέσει η ομιλούμενη προφορική της εποχής, η οποία όμως έπρεπε να «καθαριστεί». Ο καθαρισμός, έτσι όπως τον εννοούσε ο Κοραής, εντοπίζεται στην αντικατάσταση των ξένων λέξεων –τουρκικής κυρίως προέλευσης– από ελληνικές και στη γενικότερη διορθωτική παρέμβαση στη δομή της γλώσσας. Έτσι, ο Κοραής προτείνει αντί για την κοινή λέξη ψάρι τον τύπο οψάριον, στον οποίο επανεμφανίζεται το ήδη καταργημένο στον προφορικό λόγο αρχικό φωνήεν και όχι τον αρχαιοελληνικό ιχθύ.
Ποια ήταν, όμως, η προφορική γλώσσα κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821 και των πρώτων χρόνων του ελεύθερου κράτους; Το γεγονός ότι η Πελοπόννησος ήταν η καρδιά της Επανάστασης και εκεί συνέρεαν Έλληνες αγωνιστές από όλα τα μέρη οδήγησε στη δημιουργία μιας νέας κοινής γλωσσικής μορφής, που βασιζόταν στο πελοποννησιακό ιδίωμα με αρκετά επτανησιακά ιδιωματικά χαρακτηριστικά. Η γλώσσα αυτή ήταν κατανοητή από όλους τους Έλληνες και θα μπορούσε να γίνει η εθνική γλώσσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Η άρχουσα τάξη της εποχής, όμως, που την αποτελούσαν κυρίως Φαναριώτες, διαπνεόταν ακόμα από το πνεύμα του αρχαϊσμού και του νεοαττικισμού. Παράλληλα, διαστρεβλώνονται οι ιδέες του Κοραή περί «καθαρισμού», με αποτέλεσμα τη δημιουργία και επιβολή της καθαρεύουσας ως επίσημης γλώσσας του κράτους, της διοίκησης, της επιστήμης και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμα και της λογοτεχνίας (παλαιά Αθηναϊκή Σχολή). Η καθαρεύουσα δεν ήταν μια φυσική και αβίαστη γλώσσα. Επρόκειτο για ένα γλωσσικό κατασκεύασμα χωρίς ενότητα και ομοιομορφία, αφού κάθε καθαρευουσιάνος στην προσπάθειά του να δημιουργήσει όσο γίνεται πιο «καθαρούς» γλωσσικούς τύπους πρότεινε και χρησιμοποιούσε διαφορετικές μορφές. Έτσι, η απλή πρόταση αν δεν μπορώ αποδιδόταν στην καθαρεύουσα με τους εξής διαφορετικούς τρόπους: αν δεν ημπορώ, αν δεν δύναμαι, εάν δεν δύναμαι, εάν μη δύναμαι, εάν μη δύνωμαι. (Τα παραδείγματα είναι από τον Browning, 1972.)
Η επιβολή της καθαρεύουσας είχε αρνητικές συνέπειες για τη γλώσσα, γιατί παρεμπόδισε για χρόνια την καλλιέργεια και μελέτη της δημοτικής, που ήταν η γνήσια προφορική γλώσσα, ενώ ταυτόχρονα πυροδότησε κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις. Έχουν μείνει στην ιστορία οι διαδηλώσεις που έγιναν στην Αθήνα όταν μεταφράστηκε στη δημοτική η Καινή Διαθήκη, γεγονός που θεωρήθηκε βλασφημία από τον υποκινούμενο από τους καθαρευουσιάνους απλό κόσμο.
Το κίνημα υπέρ της δημοτικής σηματοδοτείται από τη γλωσσική θεωρία του Ψυχάρη και τη δημοσίευση, το 1888, του μυθιστορήματός του Το ταξίδι μου. Στην προσπάθειά του να προωθήσει τη δημοτική, ο Ψυχάρης οδηγήθηκε σε ορισμένες περιπτώσεις σε ακρότητες, όπως η αντικατάσταση των λόγιων καταλήξεων σε -ισμός και -ότης από την κατάληξη –άδα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία τύπων όπως η κλασικάδα αντί ο κλασικισμός. Στηριγμένοι σε τέτοιους ακραίους τύπους, οι καθαρολόγοι χλευάζουν και δυσφημούν τη δημοτική αποκαλώντας τη «μαλλιαρή».
Καθοριστική για την εξέλιξη του γλωσσικού ζητήματος και την εδραίωση της δημοτικής υπήρξε η μορφή του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, ο οποίος με τα συνεχή άρθρα του αλλά κυρίως με τη δημιουργία της Νεοελληνικής γραμματικής (1941) κωδικοποιεί και αναδεικνύει τη δομή της νέας ελληνικής, συμβάλλοντας έτσι στη μελέτη και διάδοσή της. Παρ’ όλα αυτά, η καθαρεύουσα κυριαρχεί, με μικρά διαλείμματα, μέχρι το 1976, οπότε κατοχυρώνεται με νόμο η δημοτική ως επίσημη γλώσσα του κράτους.
Η ιστορία και οι περιπέτειες της ελληνικής γλώσσας έχουν αφήσει τα αποτυπώματά τους στη συγχρονική της μορφή σε όλα τα επίπεδα.
Υπάρχουν, για παράδειγμα, διαφορετικοί φωνητικοί τύποι της ίδιας λέξης που δηλώνουν τη διαφορετική τους προέλευση (καθαρεύουσα – δημοτική) με την παρουσία διαφορετικού συμφωνικού συμπλέγματος. Ο πίνακας που παρατίθεται παρουσιάζει τα χαρακτηριστικότερα συμπλέγματα των λόγιων και των λέξεων της δημοτικής αντίστοιχα. Οι λόγιες λέξεις προέρχονται από τα αρχαία ή από την καθαρεύουσα και παραπέμπουν σε επίσημο ύφος και στο γραπτό λόγο, παρ’ ότι πολλές από αυτές έχουν πλέον ενταχθεί στην καθημερινή μας γλώσσα.
Χαρακτηριστικό επίσης των λόγιων λέξεων είναι ότι δεν συνιζάνουν το [ι] με το επόμενο φωνήεν, όπως συμβαίνει με τις λέξεις της δημοτικής. Το φαινόμενο αυτό έχει σε ορισμένες περιπτώσεις ως αποτέλεσμα και τη σημασιολογική διαφοροποίηση των δυο λέξεων. Έτσι, ο λόγιος τύπος έννοια που προφέρεται χωρίς συνίζηση του [ι] σημαίνει σημασία, ενώ ο τύπος της δημοτικής έννοια –με συνίζηση– σημαίνει φροντίδα, σκοτούρα. Το ίδιο ισχύει για το ζεύγος άδεια = περίοδος κατά την οποία οι εργαζόμενοι δεν εργάζονται, αλλά πληρώνονται (χωρίς συνίζηση), και άδεια = κενά (με συνίζηση), χωρίο = απόσπασμα κειμένου, χωριό = μικρός οικισμός, πραγματεία = επιστημονική μελέτη, πραμάτεια = εμπόρευμα.
Λόγιες λέξεις και λέξεις της δημοτικής διαφέρουν και ως προς τη μορφολογία. Ενδεικτικά, θα αναφέρουμε τα σύνθετα λόγια ρήματα, που παίρνουν εσωτερική αύξηση, σε αντίθεση με εκείνα της δημοτικής: συμβαίνει-συνέβη, εκλέγω-εξέλεξα/*έκλεξα, επιτρέπω-επέτρεπα/*επίτρεπα, αμφιβάλλω-αμφέβαλλα/*αμφίβαλλα, εκφράζω-εξέφρασα/ έκφρασα(;), αλλά καταλαβαίνω/κατάλαβα και όχι κατέλαβα1.
(*Ο αστερίσκος στους τύπους σημαίνει ότι δεν λέγονται.)
Από την άλλη πλευρά, τόσο οι λέξεις που κληροδοτήθηκαν στη γλώσσα από τα αρχαία και τις άλλες περιόδους της ιστορίας της και αποτελούν τον κορμό του λεξιλογίου όσο και οι δάνειες λέξεις που μπήκαν στην ελληνική και αφομοιώθηκαν έτσι ώστε να μη φαίνεται πια η καταγωγή τους από άλλη γλώσσα, οδήγησαν στο λεξιλογικό πλούτο της νέας ελληνικής, που παρέχει στους ομιλητές της δυνατότητα εκφραστικής ποικιλίας και υφολογικής διαφοροποίησης.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΛΦΑΒΗΤΑ
Με τη νεολιθική επανάσταση (8000-7000 π.Χ.), οι άνθρωποι εγκατέλειψαν τη φάση του κυνηγού-τροφοσυλλέκτη και οδηγήθηκαν σε μόνιμη εγκατάσταση. Η συστηματική γεωργία και τα μεγάλα αρδευτικά έργα, η κτηνοτροφία, η βιοτεχνία, η ανακάλυψη της κεραμεικής, η εμφάνιση της κατεργασίας των μετάλλων, η ανάπτυξη των οικισμών και η γένεση των πόλεων συντέλεσαν στην ανάπτυξη και μιας μορφής κοινωνικής ιεράρχησης. Τα ανώτερα στρώματα διακρίνονταν από τη μεγάλη μάζα των απλών ανθρώπων, εξαιτίας της πρόσβασης που μόνο αυτά είχαν στο αγροτικό και βιοτεχνικό απόθεμα, στα συσσωρευμένα αγαθά και στη διαχείρισή τους. Οι οικονομικές ανταλλαγές που ήταν αναγκαίες για αυτή τη διαχείριση οδήγησαν στην εμφάνιση της γραφής. Όπως έχει σημειώσει ο Μάνος Στεφανίδης, «με την εμφάνιση της γραφής περίπου την 4η χιλιετία π.Χ. στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, ο άνθρωπος κλείνει έναν κύκλο ανακαλύψεων οι οποίες, με κέντρο τη γεωργία, θα οδηγήσουν στις πρώτες μορφές κοινωνικής οργάνωσης και τη δημιουργία των πόλεων».
Η γραφή επινοήθηκε για να καλύψει υλικές ανάγκες, όπως η καταμέτρηση και ο υπολογισμός, για να εγγυηθεί συναλλαγές και ανταλλαγές, αφού αποτελεί έναν εξυπηρετικό τρόπο για να ακινητοποιηθεί, να παγιωθεί ο έναρθρος λόγος.
Οι αρχαιότερες γνωστές μεσογειακές γραφές είναι η σφηνοειδής στη Μεσοποταμία και η ιερογλυφική στην Αίγυπτο. Τόσο στη Μεσοποταμία, όσο και στην Αίγυπτο, η γνώση της γραφής δεν ήταν διαδεδομένη στον πληθυσμό. Η πρόσβαση στη γραφή αφορούσε κυρίως όσους συμμετείχαν στα κοινωνικά στρώματα που κατείχαν την εξουσία: ιερατείο, θησαυροφύλακες, κρατικοί αξιωματούχοι. Η εκμάθηση γραφής και ανάγνωσης ήταν επίπονη και πολυετής διαδικασία, και για το λόγο αυτό συνήθως αποτελούσε προνόμιο των παιδιών εύπορων οικογενειών, οι οποίες τη θεωρούσαν επένδυση για το μέλλον τους.
Αυτό το γεγονός δεν άλλαξε παρά μόνο στον ελληνικό κόσμο: με την εμφάνιση της δημοκρατίας, τα πολιτικά δικαιώματα και η συμμετοχή όλων των πολιτών στην εκκλησία του δήμου προϋπέθεταν τη γνώση γραφής και ανάγνωσης, αφού το σώμα των πολιτών αποτελούσε την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία.
Η ελληνική γλώσσα καταγράφεται από πολύ παλιά. Είναι πιθανόν να αποτυπώνεται –μαζί με άλλες προελληνικές γλώσσες– με τις γραφές που είναι γνωστές ως ιερογλυφική και Γραμμική Α’ και εμφανίζονται περίπου το 1750-1450 και 1580-1200 στο πλαίσιο του μινωικού πολιτισμού στην Κρήτη. Τα κρητικά ιερογλυφικά –με επίδραση από τα ιερογλυφικά της Αιγύπτου– είναι χαράγματα σε πέτρα ή άργιλο και αποτελούνται από γραμμικά σημεία και ιδεογράμματα, δηλαδή σχέδια που απεικονίζουν ανθρώπους, ζώα και πράγματα ή συμβολίζουν ιδέες. Με την πάροδο του χρόνου, αυτό το εικονιστικό σύστημα έγινε γραμμικό ιερογλυφικό και, από το τέλος της 3ης χιλιετίας π.Χ., ένα συλλαβικό σύστημα έκανε την εμφάνισή του και χρησιμοποιήθηκε παράλληλα. Η Γραμμική Α’, που τελειοποιήθηκε και γενικεύθηκε την περίοδο 1700-1400 π.Χ., δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί, αλλά φαίνεται ότι καταγράφει μια προελληνική γλώσσα.
Πρώτη καθαρά ελληνική γραφή θεωρείται η επονομαζόμενη Γραμμική Β’, που φαίνεται να δημιουργήθηκε με αναπροσαρμογή των σημείων της Γραμμικής Α’ και χρησιμοποιήθηκε ευρέως στον ελληνικό κόσμο για να καταγράψει την ελληνική γλώσσα μετά το 1450 π.Χ.
Οι γραμμικές γραφές ονομάστηκαν έτσι εξαιτίας της μορφής των σημείων τους, τα οποία αποτελούν μικρές συνθέσεις από γραμμές. Η Γραμμική Β’ προέρχεται από γραφικό σύστημα με εικονογράμματα και ιδεογράμματα, αλλά στην εξέλιξή της τροποποιήθηκε και κατέληξε να γίνει γραφή φωνητική, δηλαδή κάθε γραπτό σύμβολο να αντιστοιχεί σε έναν ήχο.
Επιγραφές της Γραμμικής Β’ βρέθηκαν αρχικά στην Κνωσό, σε πήλινα πινάκια και σφραγίσματα, τμήματα των αρχείων του ανακτόρου. Τα αντικείμενα αυτά διατηρήθηκαν στο χρόνο γιατί ψήθηκαν από την πυρκαγιά που κατέστρεψε τα κτίρια. Αργότερα βρέθηκαν ανάλογα δείγματα και στην Τίρυνθα, στις Μυκήνες, στην Πύλο, τη Βοιωτία, την Αττική και αλλού. Η ανάγνωση της Γραμμικής Β’ παρουσιάζει πολλά προβλήματα: η αποκρυπτογράφησή της οφείλεται στον Βέντρις και τον Τσάντουικ, οι οποίοι, βασιζόμενοι στην ετυμολογία της ελληνικής γλώσσας, ασχολήθηκαν με την κατανόηση όσων μυκηναϊκών λέξεων διατηρήθηκαν στα υστερότερα ελληνικά. Δεν έχει βρεθεί δίγλωσσο κείμενο με Γραμμική Β’, όπως στην περίπτωση των ιερογλυφικών και της σφηνοειδούς, οι οποίες βρέθηκαν μαζί με κείμενα καταγραμμένα σε δύο ή πλέον γλώσσες και γραφές. Έτσι, η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ βασίστηκε σε μεθόδους συνδυαστικές και στατιστικές.
Η Γραμμική Β’ περιλαμβάνει διάφορους τύπους σημείων. Είναι γραφή συλλαβική, δηλαδή απαρτίζεται από συλλαβογράμματα, γραπτά σύμβολα που το καθένα αποδίδει ένα ζευγάρι συμφώνου και φωνήεντος. Περιλαμβάνει, ωστόσο, ιδεογράμματα και συμπλέγματα εικονογραμμάτων. Το περιεχόμενο των κειμένων που βρέθηκαν –κυρίως περιληπτικά λογιστικά κείμενα από αρχεία ανακτόρων–, ο αποσπασματικός χαρακτήρας τους και το συλλαβικό σύστημα γραφής που αποδίδει κατά προσέγγιση τις φωνητικές αξίες, δυσχεραίνουν την κατανόηση των μυκηναϊκών κειμένων.
Η κατεύθυνση των γραμμικών γραφών είναι από αριστερά προς τα δεξιά και τα αριθμητικά σημεία που χρησιμοποιούνται είναι εικονογράμματα-λογιστικά σύμβολα με προσδιοριστικά. Παραδίδονται και σημεία μέτρησης βάρους ή όγκου υγρών, καθώς και σημεία-σύμβολα για συντμήσεις ολόκληρων λέξεων.
Από τον 9ο ή τον 8ο αι. π.Χ., οι αρχαίοι Έλληνες ακολούθησαν άλλο σύστημα γραφής, τη φωνητική-αλφαβητική γραφή. Πρόκειται για σύστημα γραπτών συμβόλων, που δηλώνει με ακρίβεια ως διακριτούς όλους τους φθόγγους-ήχους μιας γλώσσας. Κάθε σημείο-γράμμα δηλώνει ένα φώνημα. Θεωρείται ότι οι αρχαίοι Έλληνες πήραν το αλφάβητο από τους Φοίνικες, παρότι ήδη από την αρχαιότητα διάφοροι λαοί θεωρούνταν επινοητές του αλφαβήτου. Η μυθική παράδοση θέλει να απέδιδαν τη σύλληψη του αλφαβήτου ή μεμονωμένων γραμμάτων σε μυθικά πρόσωπα, με βασικότερο τον Φοίνικα Κάδμο που έφερε 16 γράμματα στη Θήβα. Έπειτα, ο Παλαμήδης πρόσθεσε σε αυτά άλλα τέσσερα γράμματα κατά τον Τρωικό Πόλεμο και ο ποιητής Σιμωνίδης ο Κείος αργότερα άλλα τέσσερα. Ο μύθος περιέχει το ιστορικό στρώμα, την αλήθεια στην οποία κατέληξε και η επιστημονική παράδοση, δηλαδή ότι οι Έλληνες μετέτρεψαν το φοινικικό αλφάβητο σε φωνολογικό, μετασχηματίζοντάς το για να καταγράψουν τη δική τους γλώσσα. Ως αποδεικτικά στοιχεία για αυτό χρησίμευσαν η μορφή και η τάξη των γραμμάτων, η κατεύθυνση της γραφής και τα ονόματα των γραμμάτων.
Ο Ηρόδοτος ονόμαζε τα ελληνικά γράμματα «Φοινικήια» γράμματα. Τα παλαιότερα μνημεία του ελληνικού αλφαβήτου είναι η επιγραφή σε οινοχόη από το Δίπυλο του Κεραμεικού στην Αθήνα και ένα επίγραμμα πάνω σε σκύφο από τις Πιθηκούσες της Ιταλίας, που ανάγονται στο δεύτερο μισό του 8ου αι. π.Χ. Μέχρι τον 6ο αι. π.Χ., φαίνεται πως οι αρχαίοι Έλληνες έγραφαν από τα δεξιά προς τα αριστερά, επί τα λαιά, με συνεχή γραφή χωρίς διακοπή λέξεων ή φράσεων. Έγραφαν επίσης βουστροφηδόν, δηλαδή όπως η κίνηση των βοδιών για το όργωμα του χωραφιού, και, αργότερα, για λόγους πιθανόν ευκολίας αλλά και υπό την καθοδήγηση των υλικών γραφής, έγραφαν όπως και σήμερα, από τα αριστερά προς τα δεξιά.
Η ιστορική καινοτομία του ελληνικού αλφαβήτου υπήρξε η ακριβής και διακριτή καταγραφή όλων των φωνηέντων, μέσω της οποίας αποτέλεσε τον πρόδρομο όλων των σύγχρονων δυτικών αλφαβήτων.
Πολύ νωρίς εμφανίστηκαν στην Ελλάδα μια σειρά τοπικές παραλλαγές αλφαβήτων. Τα τοπικά αλφάβητα τα χαρακτήριζε ποικιλία ως προς τη μορφή και τον αριθμό των γραμμάτων. Οι επιστήμονες, βασισμένοι κυρίως στη διαφορά των γραμμάτων Φ, Χ, Ψ και Ξ, είχαν κατατάξει τα τοπικά αλφάβητα σε τρεις μεγάλες ομάδες:
Α) τα αλφάβητα των νησιών του Αιγαίου –Κρήτη, Θήρα, Μήλος–, που χρησιμοποιούσαν ΠΗ, ΚΗ, ΠΣ και ΚΣ για φ, χ, ψ και ξ
Β) τα ανατολικά αλφάβητα –δυτική ακτή Μικράς Ασίας, νησιά ανατολικού Αιγαίου, ΒΑ Πελοπόννησος, Ιόνια νησιά και πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας– όπου χρησιμοποιούνταν τα Φ, Χ, Ψ, Ξ και –Κυκλάδες, Αττική, Αίγινα– τα Φ, Χ, ΧΣ και ΦΣ
Γ) τα δυτικά αλφάβητα –Ηπειρωτική Ελλάδα, Εύβοια και αποικίες τους στην Ιταλία– όπου χρησιμοποιούνταν το Φ ως φ, το Χ ως ξ, το Ψ ως χ, και το ΦΣ, ΠΣ για ψ. Με τον πρώτο αποικισμό, δηλαδή τη μετανάστευση Ελλήνων προς τη Δύση, το χαλκιδικό αλφάβητο μεταφέρθηκε στην Κάτω Ιταλία και σε άλλες περιοχές και αποτέλεσε τη βάση για το μεταγενέστερο λατινικό αλφάβητο (βλέπε το λατινικό L και R κ.ά.) Σήμερα, οι νεότερες αντιλήψεις τείνουν να καταργήσουν την παραπάνω διαίρεση των αλφαβήτων και να αναδείξουν τη σημασία άλλων γραμμάτων ή στοιχείων.
Το πληρέστερο ελληνικό τοπικό αλφάβητο ήταν της Μιλήτου, με 24 γράμματα. Το 403, όταν άρχοντας ήταν ο Ευκλείδης, καθιερώθηκε στην Αθήνα μετά από πρόταση του πολιτικού Αρχίνου και, ως ιωνικό αλφάβητο, από τον 4ο αι. καθιερώθηκε σε όλες τις ελληνικές πόλεις αντικαθιστώντας κάθε τοπικό. Πρόκειται για μεγαλογράμματη γραφή, δηλαδή γράφεται με κεφαλαία, που εξελίχθηκε ως προς τη μορφή των γραμμάτων στη διάρκεια του χρόνου. Το γράμμα F (δίγαμμα), για παράδειγμα, δεν διατηρήθηκε. Επιπλέον, όταν σιγείται το δασύ πνεύμα ή χάνονται οι διαφορετικές προφορές του Κ ανάλογα με το φωνήεν που ακολουθεί, ανάλογα γράμματα χάνονται ή τροποποιείται η χρήση τους, όπως συνέβη με το σαν και το κόππα. Στο αλφάβητο υπάρχουν επίσης δείγματα ταχυγραφίας, δηλαδή στενογραφίας: σε ευρήματα από την Ακρόπολη, τα σύμφωνα δηλώνονται με σημάδια σαν κεραίες πάνω στα φωνήεντα.
Οι Έλληνες χρησιμοποίησαν τα γράμματα και ως αριθμούς. Λειτούργησαν δύο συστήματα αναγραφής των αριθμών, το αλφαβητικό και το ακροφωνικό, όπου κάθε αριθμός συμβολιζόταν με το αρχικό γράμμα του ονόματός του. Η μονάδα δηλωνόταν με κατακόρυφη γραμμή και τα πενταπλάσια των αριθμών με το συνδυασμό των προσδιοριστικών Π, Δ, Η (Ηκατόν) και Μ, που γράφονταν στο κενό των δύο κατακόρυφων κεραιών του Π. Το αλφαβητικό σύστημα, που καθιερώθηκε ολοκληρωτικά από το 100 π.Χ. περίπου, διατηρήθηκε μέχρι το τέλος του βυζαντινού κόσμου.
Οι αρχαίοι Έλληνες έγραφαν σε ξύλο, κερί, δέρμα, πάπυρο, λίθο, πηλό, αγγεία και σε τμήματα αγγείων που λέγονταν όστρακα. Από τις συνηθέστερες επιφάνειες γραφής ήταν το λεύκωμα, δηλαδή ένα ξύλινο πινάκιο με λεπτό στρώμα γύψου στην επιφάνεια, πάνω στο οποίο έγραφαν με χρώμα. Τα λευκώματα ήταν λιτά και προσιτά – επιπλέον, μπορούσαν να ενωθούν μεταξύ τους και να αποτελέσουν ένα πολύπτυχο που ανοιγοκλείνει. Τέτοια χρησιμοποιούσαν οι μαθητές για την αντιγραφή κειμένων, ενώ άλλοτε μπορούσε το άνοιγμά τους να σφραγιστεί, αν χρειαζόταν να διαφυλαχθεί η πρόσβαση στο περιεχόμενο. Εκτός από το λίθο, φαίνεται πως τα δημόσια κείμενα, τα ψηφίσματα ή οι νόμοι γράφονταν και στα λευκώματα. «Αναγράψαι εις το δημόσιον» είναι μια συχνή φράση που απαντά σε ψηφίσματα και σημαίνει την καταγραφή της απόφασης ώστε να είναι σε κοινή θέα. Αυτό γινόταν κατορθωτό και με την αναγραφή των αποφάσεων σε λευκούς τοίχους δημόσιων κτηρίων, οι οποίοι μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν επανειλημμένως. Οι κέρινες πινακίδες, δηλαδή ξύλινα πινάκια γεμάτα κερί, τα οποία χαράζονταν και σβήνονταν εύκολα, είχαν ευρεία χρήση ως επιφάνειες γραφής, όπως και τα όστρακα. Τα τελευταία, πολυάριθμα σε μια σειρά χρήσεων από προσωπικά σημειώματα έως ψήφους οστρακισμού, απαντούν ως μνημεία γραπτού λόγου σε όλο το εύρος του αρχαίου κόσμου. Κείμενα γράφονταν και σε διφθέρες, δηλαδή κατεργασμένα δέρματα, ή σε πάπυρο• ωστόσο, στον ελλαδικό χώρο δεν σώζονται ιδιαίτερα δείγματα, εξαιτίας των κλιματολογικών συνθηκών, μη ευνοϊκών για τη διατήρησή τους. Ως επιφάνεια γραφής χρησίμευαν ακόμη και μεταλλικά ελάσματα, όπως εκείνα που χρησιμοποιούσαν στο μαντείο της Δωδώνης για την καταγραφή των ερωτήσεων, είτε με εγχάραξη είτε με στίξη στο πίσω μέρος της μεταλλικής επιφάνειας. Σε αντίθεση με το δέρμα και τον πάπυρο, τα σωζόμενα κείμενα σε λίθο είναι πάρα πολλά. Οι επιγραφές χαράζονταν στην πέτρα και συχνά χρωματίζονταν τα γράμματα, ώστε να είναι ευανάγνωστα. Οι ελληνικές επιγραφές αποτελούν πλούσιο αρχείο πληροφοριών για τη ζωή της πόλης, αφού στα κείμενά τους περιλαμβάνονται ψηφίσματα, αποφάσεις, διατάγματα, συνθήκες, συμμαχίες, νόμοι, χρησμοί, πράξεις απελευθέρωσης δούλων, κατάλογοι διάφορων ειδών, επιτύμβια κείμενα, αναθηματικά κείμενα, αφιερώματα προς τους θεούς, πράξεις προς τιμήν ενός προσώπου, οικοδομικά κείμενα σχετικά με κτήρια, υποχρεώσεις κατασκευαστών ή τεχνικές λεπτομέρειες εργασιών, αναγνωστήρια για μικρά παιδιά, ερωτικά κείμενα ή προσωπικές σημειώσεις και κάθε είδους προσωπικό έγγραφο.
Η άνθηση της δημοκρατίας και ο ταχύτατος πολλαπλασιασμός των διοικητικών, πνευματικών, αλλά και καθημερινών αναγκών συνέτειναν στο να εξελιχθεί η μορφή της γραφής σε τύπους. Η μνημειακή γραφή των λίθινων επιγραφών διατηρεί τα σχήματα και τη μορφή των γραμμάτων αναλλοίωτα για μεγάλο διάστημα, ενώ η γραφή των χειρογράφων είναι περισσότερο καλλιγραφική: μεγέθη και αποστάσεις στους χαρακτήρες υπολογίζονται και σχεδιάζονται με βάση ένα προσδοκώμενο διακοσμητικό αποτέλεσμα. Σε χειρόγραφα ιδιωτικού χαρακτήρα συναντά κανείς γρήγορες και ανάλαφρες γραφές, συνήθως του τύπου που ονομάζεται επισεσυρμένη, δηλαδή με απλουστευμένους χαρακτήρες οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους και δεν ξεχωρίζουν. Αυτό το τράβηγμα των σχημάτων αναγγέλλει και τη μεσαιωνική γραφή που πρόκειται να ακολουθήσει.
Η γραφή στην πορεία του χρόνου αποδεικνύεται συντηρητική, δηλαδή κρατά την ιστορική ορθογραφία και κατά βάση τις ιστορικές μορφές των αλφαβήτων, και δεν αντιστοιχεί πάντα άμεσα και ευθύγραμμα με τις αλλαγές στη γλώσσα.
Σε όλες τις περιοχές που κατέκτησε ο Μ. Αλέξανδρος διαδόθηκε η αττική διάλεκτος. Απ’ αυτήν προέκυψε η αλεξανδρινή κοινή.
Ο δίσκος της Φαιστού.
Ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833), ένας από τους μεγαλύτερους πνευματικούς ηγέτες του νέου ελληνισμού. Υποστήριζε πως βάση για την εθνική γλώσσα μπορούσε να αποτελέσει η ομιλούμενη προφορική, που έπρεπε να «καθαριστεί».
Dictionary of Greek. 2013.